- ἔμβολος
- ἔμβολοςanything pointed so as to be easily thrust inmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐμβόλους — ἔμβολος anything pointed so as to be easily thrust in masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔμβολοι — ἔμβολος anything pointed so as to be easily thrust in masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοιλέμβολος — ο (Α κοιλέμβολος, ον) νεοελλ. αρχ. το ουδ. ως ουσ. το κοιλέμβολο η παράταξη πολεμικών σκαφών σε σχήμα ανεστραμμένου εμβόλου αρχ. αυτός που έχει σχήμα ανεστραμένου εμβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. κυαν έμβολος, χρυσ… … Dictionary of Greek
μεσέμβολος — μεσέμβολος, ον (Α) αυτός που διακόπτεται ή ανακόπτεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + ἔμβολος* (πρβλ. χρυσ έμβολος)] … Dictionary of Greek
τριέμβολος — ον, Α 1. αυτός που έχει τρία έμβολα 2. φρ. «στύομαι τριέμβολον» έχω μεγάλη σεξουαλική ορμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. δεκ έμβολος] … Dictionary of Greek
χαλκέμβολος — ον, και ποιητ. τ. θηλ. χαλκεμβολάς, άδος, Α 1. (για πολεμικό άρμα και πλοίο) εφοδιασμένος με χάλκινο έμβολο (α. «χαλκέμβολοι ἀπῆναι», Δίον. Αλ. β. «μακρᾷ νηϊ και χαλκεμβόλῳ», Πλούτ. γ. «ναῶν χαλκεμβολάδων», Ευ ρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χαλκέμβολος … Dictionary of Greek
χρυσέμβολος — ον, Α (για πλοίο) αυτός που έχει χρυσό έμβολο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + έμβολος (< ἔμβολον), πρβλ. χαλκ έμβολος] … Dictionary of Greek
ἐμβόλοις — ἔμβολον anything pointed so as to be easily thrust in neut dat pl ἔμβολος anything pointed so as to be easily thrust in masc dat pl ἔμβολος anything pointed so as to be easily thrust in neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβόλου — ἔμβολον anything pointed so as to be easily thrust in neut gen sg ἔμβολος anything pointed so as to be easily thrust in masc gen sg ἔμβολος anything pointed so as to be easily thrust in neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβόλωι — ἐμβόλῳ , ἔμβολον anything pointed so as to be easily thrust in neut dat sg ἐμβόλῳ , ἔμβολος anything pointed so as to be easily thrust in masc dat sg ἐμβόλῳ , ἔμβολος anything pointed so as to be easily thrust in neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)